γεώμορο

γεώμορο
και γήμορο, το (Μ γεώμορον και γήμορον) [γεωμόρος]
το ποσοστό τής συγκομιδής το οποίο δίνει ως μίσθωμα ο καλλιεργητής (σέμπρος) στον ιδιοκτήτη αγρού ή κτήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γεώμορο — το η ποσότητα της συγκομιδής που δίνει ο καλλιεργητής στον ιδιοκτήτη του κτήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορτή — η (ΑΜ μορτή, Α δωρ. τ. μορτά, Μ και μουρτή) 1. μέρος, μερίδιο 2. (κυρίως) το συμφωνημένο ποσοστό καρπών το οποίο δίνει ο καλλιεργητής στον ιδιοκτήτη τής γης, αλλ. γεώμορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας μερ τού μείρομαι*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”